psiloritis geopark

Πανίδα

Ο γεωλογικός πλούτος του Ψηλορείτη, η έντονη γεωμορφολογία και η ποικιλία των πετρωμάτων είναι υπεύθυνα για την παρουσία μιας απίστευτης ποικιλίας ζώων που επιβιώνουν στις μικροκλιματικές συνθήκες κάθε περιοχής.

Εκατοντάδες πουλιά βρίσκουν εδώ τόπους για φώλιασμα, για κυνήγι, για ξεκούραση από την καταπόνηση της μετανάστευσης ή μέρη για να ζευγαρώσουν. Εδώ επιβιώνει ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες πληθυσμούς του κρητικού αγριόγατου, του ζώου-φάντασμα για τους ερευνητές.

Στα σπλάχνα του Ψηλορείτη ζουν εδώ και χιλιάδες χρόνια βουβά (και τυφλά!) εκατοντάδες μικροσκοπικά ζωύφια, σκαθάρια, σαλιγκαράκια, σαρανταποδα ρούσες και ισόποδα.

Η απομόνωση της Κρήτης, καθιστά τον ορεινό όγκο ένα από τα σπουδαιότερα «σημεία» υψηλής βιοποικιλότητας και ενδημισμού στην Ελλάδα και οδήγησαν στην ένταξή του στο Δίκτυο NATURA.

Στον Ψηλορείτη ζει ο κοκκαλάς ή γυπαετός, ένα από τα μεγαλύτερα και θεαματικότερα αρπακτικά πουλιά της Ευρώπης. Ο κρητικός πληθυσμός του πουλιού αυτού, είναι ίσως ο τελευταίος βιώσιμος σ’ ολόκληρα τα Βαλκάνια μια και η χρήση δηλητηρίων και η αλόγιστη ανάπτυξη οδήγησαν το πουλί  σε αφανισμό από την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ φαίνεται πως το τελευταίο του καταφύγιο είναι η Κρήτη.

Οι γύπες (όρνια) του Ψηλορείτη επίσης αφήνουν άφωνο τον περιπατητή των βουνών με το μεγαλόπρεπο «ομαδικό» τους πέταγμα δημιουργώντας μεγάλες αποικίες και φωλιάζοντας σε απόκρημνες βραχοσκεπές και «πατάρια», πάντα κόντρα στους αέρηδες που χρησιμοποιούν για ν’ ανέβουν ψηλά και ν’ αναζητήσουν κουφάρια στη γη, μια και τρέφονται αποκλειστικά με νεκρά ζώα. Οι περισσότερες φωλιές στην Ίδη, βρίσκονται προς το Αμάρι και την Πάνω Ριζα, χρησιμοποιώντας τις βόρειες ομαλές πλαγιές του Μυλοποτάμου για ψάξιμο τροφής. Πλήθος ακόμη αρπακτικών, συμπληρώνει το ορνιθολογικό οδοιπορικό του Ψηλορείτη: χρυσαετοί, πετρίτες, σπιζαετοί, γερακίνες και βραχοκιρκίνεζα.

Στην περιοχή του Ψηλορείτη θα συναντήσουμε και τα τρία είδη των κρητικών  αμφιβίων: τον πράσινο φρύνο, τον κρητικό δενδροβάτραχο και τον κρητικό βάτραχο, όλα τα είδη των κρητικών ερπετών (σαμιαμίθια, σαύρες και τα τέσσερα είδη φιδιών του νησιού), καθώς και τα περισσότερα θηλαστικά της Κρήτης. Μοναδική και θλιβερή απουσία από την Ίδη αποτελεί το αγρίμι, είδος που εξοντώθηκε από το βουνό με την εξάπλωση των πυροβόλων όπλων τον 20ο αιώνα. Πολλές σπηλιές και βάραθρα της περιοχής, φιλοξενούν αποικίες από προστατευόμενα χειρόπτερα (νυχτερίδες), με ξεχωριστές τη σπηλιά των Έρφων  στον πεδινό Μυλοπόταμο (φιλοξενεί αρκετές εκατοντάδες άτομα), τη σπηλιά του Καμηλάρη στηνΤύλισο (με τέσσερα τουλάχιστον είδη σε πολύ μεγάλους πληθυσμούς), το σπήλαιο Χώνος στο Σάρχο του Κρουσώνα το οποίο φιλοξενεί δεκάδες άτομα από πέντε διαφορετικά είδη, το σπήλαιο των Καμαρών και πολλά άλλα.


Μεταξύ των ασπόνδυλων, τα σαλιγκάρια, τα ισόποδα και αρκετές οικογένειες εδαφόβιων σκαθαριών παρουσιάζουν στενο-ενδημικές μορφές που εξαπλώνονται αποκλειστικά στον ορεινό όγκο της Ίδης. Δεκαεπτά από τα είδη σαλιγκαριών του Μυλοποτάμου είναι κρητικά ενδημικά είδη.


Πρόσφατες μελέτες «θερμών» σημείων βιοποικιλότητας με βάση την ασπόνδυλη πανίδα της νότιας Ελλάδας, αναδεικνύουν τον ορεινό όγκο του Ψηλορείτη στο δεύτερο σπουδαιότερο τέτοιο σημείο της νότιας Ελλάδας.